στυπτικότης
Смотреть что такое "στυπτικότης" в других словарях:
στυπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα, το γνώρισμα τού στυπτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυπτικός. Η λ., στον λόγιο τ. στυπτικότης, μαρτυρείται από το 1831 στον Δ. Πύρρο] … Dictionary of Greek
στυπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα, το γνώρισμα τού στυπτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυπτικός. Η λ., στον λόγιο τ. στυπτικότης, μαρτυρείται από το 1831 στον Δ. Πύρρο] … Dictionary of Greek